Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ-ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ

Αρχές λειτουργίας και επιχειρησιακή χρησιμοποίησή τους στην ανοικτή θάλασσα και στο παράκτιο περιβάλλον του Αιγαίου
Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό στο τέλος της δεκαετίας του 60, ήταν το πρώτο ναυτικό παγκοσμίως που εισήγαγε στο οπλοστάσιό του ένα νέο όπλο: τα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας. Τα πρώτα βλήματα που τοποθετήθηκαν σε πλοία, ήταν τα ΕΧΟCET MM38 τα οποία εξόπλισαν τις τέσσερις πυραυλακάτους τύπου «COMBAΤΤΑΝΤΕ ΙΙ» (Κονίδης, Μπάτσης, Αρλιώτης και Άννινος).
Η καινοτόμος, για τα τότε δεδομένα, απόφαση του Π.Ν. αποδείχθηκε ιδιαιτέρα επιτυχής και υιοθετήθηκε από το σύνολο των υπόλοιπων ναυτικών. Το ελληνικό ναυτικό συνέχισε να εξοπλίζει με κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας τις μονάδες επιφανείας του και πλέον σήμερα στο οπλοστάσιο του περιλαμβάνονται τα βλήματα ΕΧΟCET ΜΜ38, ΜΜ40 Block 2, MM40 Block3, HARPOON RGM 84D (Block 1C) και PENGUIN ΜΚ2 Mod3. Η είσοδος των κατευθυνόμενων βλημάτων, άλλαξε όλη τη φιλοσοφία του ναυτικού πολέμου, η οποία έως τότε στηριζόταν στη χρήση των, διαφόρων διαμετρημάτων, πυροβόλων όπλων. Το κυριότερο πλεονέκτημα τους είναι βέβαια, η δυνατότητα πλήγματος πλοίων με ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις. Παρόλα αυτά, η χρήση τους σε παράκτια ύδατα έχει σοβαρούς περιορισμούς.
Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση των αρχών λειτουργίας και δυνατοτήτων των κατευθυνόμενων βλημάτων επιφανείας – επιφανείας ΕΧΟCET, HARPOON και PENGUIN που περιέχονται στο ελληνικό οπλοστάσιο. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται όμως, στον τρόπο με τον οποίο αυτά θα χρησιμοποιηθούν από τις μονάδες επιφανείας του Π.Ν. τόσο στο παράκτιο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου όσο και στην ανοικτή θάλασσα.

Αρχές λειτουργίας και γενικά χαρακτηριστικά Κ/Β επιφανείας-επιφανείας
Τα γενικά χαρακτηριστικά των τεσσάρων βλημάτων φαίνονται στο σχετικό πίνακα. Αν και υπάρχουν σημαντικότατες διαφορές όσον αφορά τις εμβέλειες, τις δυνατότητες των αισθητήρων, τις τροχιές και τους τερματικούς ελιγμούς όλα τα βλήματα επιφανείας – επιφανείας είναι σχεδιασμένα στη φιλοσοφία του «fire and forget sea skimming missile» έχοντας αρκετά κοινά χαρακτηριστικά.
Έτσι και τα τέσσερα βλήματα είναι υποηχητικά με δυνατότητα πτήσης σε χαμηλό ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Τυπικοί στόχοι τους είναι πλοία μεγέθους φρεγάτας ή αντιτορπιλικού μήκους 110 - 130μ., ενώ οι μικρότεροι στόχοι που μπορεί να προσβληθούν είναι πλοία μεγέθους πυραυλακάτου ή κανονιοφόρου μήκους 50μ. Η πρόωση τους πραγματοποιείται μέσω δύο κινητήρων στερεών καυσίμων:
του προωθητικού κινητήρα (booster engine) ο οποίος ενεργοποιείται με την εκτόξευση, η καύση του διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα και προσδίδει στο βλήμα την αρχική του ταχύτητα,
➤ του κινητήρα σταθερής ώσης (sustainer engine) ο οποίος ενεργοποιείται μετά την καύση του προωθητικού, η καύση του διαρκεί όσο και η πτήση του βλήματος και σκοπός του είναι να διατηρήσει την ταχύτητα του σταθερή.
Παρά τις παραπλήσιες υποηχητικές ταχύτητες και τα κοινά χαρακτηριστικά, όσον αφορά την ώση, οι εμβέλειες των βλημάτων διαφέρουν αισθητά, με αυτή του HARPOON να αγγίζει τα 75ν.μ., ενώ αυτή του Exocet MM40 Block3, να αγγίζει τα 100ν.μ.(180χλμ.), ξεπερνώντας κατά πολύ τις επιδόσεις των υπολοίπων.
H κατεύθυνση και των τεσσάρων βλημάτων προς τους στόχους, επιτυγχάνεται αυτόνομα μέσω των αισθητήρων που διαθέτουν (seekers). Πιο συγκεκριμένα, τα βλήματα πριν την εκτόξευση, λαμβάνουν τις συντεταγμένες του στόχου από τους αισθητήρες (κυρίως ραντάρ) του πλοίου. Μετά την εκτόξευση κινούνται αδρανειακά προς το στόχο, μέσω αυτόματου πιλότου, βάσει των στοιχείων που έχει λάβει. Για αυτό το σκοπό είναι εξοπλισμένα με ραδιουψόμετρο, δύο γυροσκόπια (οριζόντιο και κάθετο) και τους απαραίτητους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς για την παραγωγή εντολών προς τα πηδάλια. Σε αυτή τη φάση της πτήσης ίπτανται σε χαμηλό ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας.
Σε προκαθορισμένη απόσταση από στόχο ενεργοποιούνται οι αισθητήρες τους. Αρχικά, λειτουργούν σε διαμόρφωση έρευνας σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Αυτός ο τομέας, ή αλλιώς παράθυρο έρευνας, έχει επιλεγεί πριν την εκτόξευση ανάλογα με τη θέση του στόχου και την τακτική κατάσταση. Μετά τον εντοπισμό του στόχου, μεταπίπτουν σε κατάσταση εγκλωβισμού, παρέχοντας στοιχεία για την κατεύθυνση του βλήματος. Κατά την τελευταία φάση της πτήσης τους εκτελούν τερματικούς ελιγμούς για την αντιμετώπιση των συστημάτων εγγύς αντιβληματικής προστασίας των πλοίων.
Οι αισθητήρες των HARPOON Block 1C, και EXOCET ΜΜ40 είναι ψηφιακά μονοπαλμικά ραντάρ εγκλωβισμού, τα οποία εκπέμπουν στην «J», και «Κu» μπάντα συχνοτήτων αντίστοιχα και ενσωματώνουν όλες τις σύγχρονες τεχνικές που χρησιμοποιούνται στα ραντάρ των κατευθυνόμενων βλημάτων επιφανείας – επιφανείας. Ο αισθητήρας του EXOCET ΜΜ38 είναι και αυτός μονοπαλμικό ραντάρ εγκλωβισμού, λειτουργεί όμως στην «X» μπάντα συχνοτήτων και χρησιμοποιεί αναλογική τεχνολογία.
Από την άλλη ο αισθητήρας του PENGUIN είναι ένα παθητικό IR σύστημα ηλεκτροοπτικών κατόπτρων. Όπως όλα τα IR συστήματα, έτσι και ο αισθητήρας του PENGUIN, συγκριτικά με τους ενεργούς αισθητήρες ραντάρ, έχει το πλεονέκτημα της παθητικής λειτουργίας με ότι συνεπάγεται αυτό σε τακτικό επίπεδο. Από τη μία όμως, η εξάρτηση όλων των IR συστημάτων από τις καιρικές συνθήκες και οι υψηλές απώλειες και από την άλλη η ώριμη τεχνολογία των συστημάτων ραντάρ, έχουν αποδείξει στην πράξη ότι οι αποδόσεις των ενεργητικών βλημάτων επιφανείας – επιφανείας είναι αρκετά καλύτερες από αυτές των IR.
Για την καταστροφή του στόχου, τα δύο βλήματα EXOCET ΜΜ38 και ΜΜ40 είναι εφοδιασμένα, με κεφαλή μάχης, που διαθέτει δύο πυροσωλήνες, έναν προσεγγίσεως και έναν προσκρούσεως με επιβράδυνση. Ο πυροσωλήνας προσεγγίσεως ενεργοποιείται όταν λάβει εντολή μηδενικής απόστασης του στόχου από τον αισθητήρα του βλήματος. Ο πυροσωλήνας προσκρούσεως ενεργοποιείται με μία μικρή χρονική καθυστέρηση μετά την είσοδο του βλήματος στο στόχο με σκοπό η έκρηξη να λάβει χώρα εντός αυτού. Τα HARPOON και PENGUIN διαθέτουν μόνο πυροσωλήνα προσκρούσεως με επιβράδυνση. Τέλος και τα τέσσερα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας αποθηκεύονται, μεταφέρονται και εκτοξεύονται από κάνιστρα πολλαπλών χρήσεων (Transport-Launch Canister - TLC).

Επιχειρήσεις στην ανοικτή θάλασσα και επιχειρησιακή εκμετάλλευση των Κ/Β επιφανείας - επιφανείας
Κύρια επιδίωξη, στις επιχειρήσεις στην ανοικτή θάλασσα, είναι ο έγκαιρος εντοπισμός και η προσβολή των αντίπαλων μονάδων επιφανείας, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες αποστάσεις και πριν αυτές εκδηλώσουν την επίθεσή τους. Η ανοιχτή θάλασσα σε γενικές γραμμές ευνοεί ιδιαίτερα τη χρήση μεγάλων πλοίων μεγέθους φρεγάτας και άνω. Είναι προφανές ότι καταλυτικό ρόλο παίζει η εμβέλεια του κατευθυνόμενου βλήματος. Όσο μεγαλύτερο είναι αυτό, σε τόσο μεγαλύτερες αποστάσεις μπορούν να προσβληθούν οι αντίπαλες μονάδες επιφανείας.
Με βάση αυτή τη φιλοσοφία σχεδιάστηκε αρχικά το HARPOON, που σκοπός του ήταν, η προσβολή μεμονωμένων στόχων στον ωκεανό, στις μέγιστες δυνατές αποστάσεις. Το μεγάλο βεληνεκές του, που αγγίζει τα 75 ν.μ, προσδίδει σοβαρό τακτικό πλεονέκτημα έναντι μόνο του EXOCET MM40 Block2 (33.8 ν.μ.) αλλά όχι του Block3 υστερώντας κατά 30ν.μ. περίπου. Από τη άλλη πλευρά, το EXOCET MM38 και το PENGUIN MK2 mod3 με εμβέλειες 22ν.μ και 14.6ν.μ αντίστοιχα, υστερούν σημαντικά στην επιχειρησιακή τους χρησιμοποίηση σε ανοικτές θάλασσες, άλλωστε δεν κατασκευάστηκαν για αυτό το σκοπό.  

Στοχοποίηση πέραν του ορίζοντα
Το πρόβλημα όλων των πλοίων με τις μεγάλες αποστάσεις είναι ότι η στοχοποίηση περιορίζεται από τον ορίζοντα. Πράγματι, οι συχνότητες λειτουργίας των ραντάρ επιτρέπουν εντοπισμούς σε αποστάσεις λίγο μεγαλύτερες από αυτή της οπτικής επαφής (Line of Sight). Αυτό, ουσιαστικά σημαίνει αποστάσεις εντοπισμού των ραντάρ, που με δυσκολία ξεπερνούν τα 20ν.μ. και είναι κατά πολύ μικρότερες από τις εμβέλειες των HARPOON RGM84D και EXOCET MM40.
Λύση στο πρόβλημα δίνεται με τη στοχοποίηση μέσω τρίτου ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, στοχοποίηση πέραν του ορίζοντα (Over The Horizon Targeting - ΟΤHΤ). Με αυτή τη διαδικασία, μία πλατφόρμα που διαθέτει τους κατάλληλους αισθητήρες, συλλέγει, αξιολογεί και εκπέμπει στοιχεία από την περιοχή επιχειρήσεων. Η πλατφόρμα αυτή ονομάζεται «Target Reporting Unit» και μπορεί να είναι αεροσκάφος, ελικόπτερο, πλοίο, υποβρύχιο ή μη επανδρωμένο UAV. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, τα ιπτάμενα μέσα, αεροσκάφη, ελικόπτερα ή UAV, είναι τα πλέον κατάλληλα για να εκτελέσουν αυτό το έργο λόγω της υψηλής τους ταχύτητας, της κάλυψης μεγάλης περιοχής και του μεγάλου ραδιοορίζοντα που έχουν λόγω ύψους.
Για την επιτυχία του εγχειρήματος απαιτούνται ακριβή στοιχεία του στόχου που πρόκειται να προσβληθεί αλλά και σαφή εικόνα των υπολοίπων πλοίων που επιχειρούν στην ευρύτερη περιοχή σε πραγματικό χρόνο (real time). Η αυτόνομη κατεύθυνση (fire and forget missile) των βλημάτων υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα ανάκλησης τους μετά την εκτόξευση και δεν αφήνει ιδιαιτέρα περιθώρια για αμφιβολία ή λάθη. Η καλύτερη λύση είναι η μετάδοση όλων αυτών των πληροφοριών μέσω κάποιας ζεύξης δεδομένων - (LINK -11Β).
Όσον αφορά τις φρεγάτες του ελληνικού στόλου, ένας συνήθης τρόπος αμφίδρομης, μεταβίβασης της τακτικής κατάστασης επιφανείας πέραν του ορίζοντα στην περιοχή επιχειρήσεων, είναι μέσω της χρήσης των ελικοπτέρων τους. Εναλλακτικά αυτές οι πληροφορίες μπορούν να διαβιβαστούν με τη χρήση των αεροσκαφών ναυτικής επιτήρησης. Η ένταξη του Αεροφερόμενου Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου (ΑΣΕΠΕ) της Π.Α. αναμένεται να δώσει νέες μεγάλες δυνατότητες σε αυτόν τον τομέα. Αυτά τα αεροσκάφη διαθέτουν αξιοσημείωτες δυνατότητες συλλογής πληροφοριών και δυνατότητα real time μετάδοσης μέσω LINK.

Επιχειρήσεις σε παράκτια ύδατα (Littoral Warfare) και επιχειρησιακή εκμετάλλευση των Κ/Β επιφανείας - επιφανείας
Ο ναυτικές επιχειρήσεις σε παράκτια ύδατα είναι τελείως διαφορετικές από αυτές στην ανοικτή θάλασσα στο πέλαγος. Σε γενικές γραμμές, τα παράκτια περιβάλλοντα δράσης, ευνοούν ιδιαίτερα τη χρήση παντός είδους FΜPB (Fast Missile Patrol Boat). Με αυτό τον όρο, εννοούμε τα πλοία όπως οι πυραυλάκατοι, που έχουν τα χαρακτηριστικά του μικρού εκτοπίσματος και βυθίσματος (συνήθως μέχρι 500 τόνους και 2,5μ. αντίστοιχα), της μεγάλης ταχύτητας (μεγαλύτερης των 30 κόμβων) και της μεγάλης ισχύος πυρός.
Ο λόγος είναι ότι τα παράκτια ύδατα και ειδικότερα το Αιγαίο, που περιλαμβάνει συστάδες νησιών, δίνει τη δυνατότητα απόκρυψης αυτών των πλοίων κοντά στις ακτές. Η δυνατότητα αυτή, σε συνδυασμό με τη μικρή ανακλαστική επιφάνεια που παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα σκάφη, οδηγούν στη δραματική μείωση των αποστάσεων εντοπισμού τους αλλά και στη δυσκολία αναγνώρισης και στοχοποίησης τους.
Με αυτά τα δεδομενα, οι μεγάλες μονάδες επιφανείας όπως οι φρεγάτες, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο αιφνιδιασμού. Η έγκαιρη προειδοποίηση που μπορεί να υπάρξει στο ανοικτό πέλαγος, εδώ πλέον γίνεται ιδιαίτερα δύσκολή υπόθεση. Τελικά, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα οι διατιθέμενοι χρόνοι αντίδρασης των πλοίων στις διάφορες απειλές να είναι ιδιαίτερα μικροί.
Όσον αφορά τα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας, οι περιορισμοί στη χρησιμοποίηση τους σε παράκτιο περιβάλλον είναι σοβαροί:
➤ Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει αδυναμία εκμετάλλευσης του μέγιστου βεληνεκούς. Αυτό είναι ιδιαιτέρα αισθητό στην περίπτωση του HARPOON αλλά και του EXOCET MM40 όπου η εμβέλεια του βλήματος είναι μεγάλη και πλέον δεν είναι εφικτή η δυνατότητα προσβολής πέραν του ορίζοντα.
➤ Υπάρχει αδυναμία διακρίβωσης και εντοπισμού των πλοίων που επιχειρούν κοντά στις ακτές από τους seeker των κατευθυνόμενων βλημάτων. Πράγματι, παρόλο που οι αισθητήρες των HARPOON RGM84D και EXOCET MM40 είναι ιδιαιτέρα προηγμένα ψηφιακά μονοπαλμικά ραντάρ που ενσωματώνουν όλες τις σύγχρονες τεχνικές, η διακρίβωση ενός πλοίου μικρής ανακλαστικής επιφάνειας που βρίσκεται 50 ή 100 μέτρα από τις ακτές, είναι μια αρκετά δύσκολη υπόθεση.
➤ Συχνά η στοχοποίηση και εκτέλεση βολής δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω παρέμβασης γεωγραφικών εμποδίων, όπως βραχονησίδων και μικρών νήσων. Τα HARPOON RGM84D και EXOCET MM40, όπως φαίνεται και στο σχετικό σχήμα, έχουν δυνατότητα παράκαμψης τμημάτων ξηράς χαμηλού ύψους πριν κατέβουν στο χαμηλό ύψος πτήσεως τους. Επίσης, η δυνατότητα σχεδιασμού τεθλασμένης τροχιάς ενίοτε δίνει τη δυνατότητα αποφυγής των εμποδίων. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, ο γεωγραφικός παράγοντας επιτρέπει την απόκρυψη σε σημεία όπου οι παραπάνω λύσεις δεν επαρκούν.
➤ Τέλος σε αρκετά σενάρια δεν μπορεί να εκτελεστεί βολή λόγω έλλειψη επαρκούς απόστασης. Αυτό είναι ιδιαιτέρα αισθητό στην περίπτωση όπου η ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση για την εκτέλεση βολής είναι μεγάλη όπως στην περίπτωση του HARPOON που είναι της τάξης των 5ν.μ.(έναντι 2,7ν.μ. του EXOCET MM40).
Όλοι οι παραπάνω περιορισμοί είναι πραγματικότητα στο παράκτιο περιβάλλον του ανατολικού Αιγαίου. Η πολύ μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων σε πολύ μικρό γεωγραφικό χώρο, κοντά στις ακτές, έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία χρησιμοποιήσεως κατευθυνόμενων βλημάτων. Αυτή άλλωστε ήταν και η κατάσταση κατά την τελευταία μεγάλη κρίση στην περιοχή των Ιμίων.

Κορεσμός της αντιβληματικής άμυνας των πλοίων
Είτε στην ανοικτή θάλασσα, είτε σε παράκτια ύδατα, για να είναι επιτυχής μία επίθεση με κατευθυνόμενα βλήματα, θα πρέπει να επιδιωχθεί ο κορεσμός των συστημάτων αντιβληματικής προστασίας των στόχων. Η πράξη έχει αποδείξει ότι, η πρόσκρουση ενός και μόνο βλήματος, μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες για ένα πλοίο μεγέθους φρεγάτας. Αυτό το γεγονός, δεν οφείλεται τόσο στη κεφαλή μάχης, αλλά στη κινητική ενέργεια του βλήματος και τη διαρροή και ανάφλεξη του καυσίμου που δεν είχε καταναλωθεί.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, πόσα κατευθυνόμενα βλήματα απαιτείται να βληθούν ώστε τουλάχιστον ένα να προσκρούσει στο στόχο. Αυτός ο αριθμός εξαρτάται από τον αριθμό και τις αντιβληματικές δυνατότητες των πλοίων που θα προσβληθούν.
Οι αντιβληματικές δυνατότητες των πλοίων επιφανείας καθώς και οι τακτικές αντιμετώπισης της απειλής έχουν αυξηθεί σημαντικά. Όλα τα σύγχρονα πλοία είναι εξοπλισμένα με συστήματα εγγύς αντιπυραυλικής προστασίας και κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας - αέρος παρέχοντας δυνατότητες αντιπυραυλικής άμυνας (hard Kill) σε βάθος. Επιπλέον, η αντιβληματική προστασία των πλοίων συμπληρώνεται με μεθόδους παραπλάνησης των Κ/Β (soft kill) κατά την πτήση προς τον στόχο τους. Η παραπλάνηση μπορεί να γίνει είτε με ενεργητικές εκπομπές στα πλαίσια του ηλεκτρονικού πολέμου, είτε με ψευδοστόχους (chaffs και decoys).
Συνεκτιμώντας όλα αυτά, η εκτόξευση των βλημάτων πρέπει να είναι συγχρονισμένη με απώτερο σκοπό την ταυτόχρονη άφιξη τους στα πλοία, από διαφορετικούς άξονες. Ο κορεσμός θα πραγματοποιηθεί, μόνον όταν ο αριθμός των βλημάτων που θα προσεγγίσουν το στόχο, είναι μεγαλύτερος από αυτόν που μπορεί να αντιμετωπίσει μία μεμονωμένη μονάδα ή μία ναυτική δύναμη.
Τα HARPOON RGM84D και EXOCET MM40 αλλά και το PENGUIN MK2 Mod3 δίνουν τη δυνατότητα σχεδιασμού τεθλασμένης τροχιάς επιτρέποντας την προσβολή στόχων από διαφορετικούς άξονες. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εκτέλεσης ομοβροντίας βλημάτων (salvo mode) αυξάνει την πιθανότητα κορεσμού της αντιβληματικής δυνατότητας του στόχου.

Συμπεράσματα και σκέψεις
Αν και ο πόλεμος επιφανείας, τόσο στην ανοικτή θάλασσα όσο και σε παράκτια ύδατα, διέπεται από τις κοινές και βασικές αρχές της έγκαιρης προειδοποίησης και του επιθετικό πνεύματος, τα πράγματα διαφοροποιούνται εντελώς, ανάλογα με το περιβάλλον δράσης. Το ΠΝ, ειδικά μετά την υιοθέτηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος, έχει δύσκολο έργο και είναι υποχρεωμένο να μπορεί να διεξάγει επιχειρήσεις τόσο στο κλειστό και παράκτιο περιβάλλον του Αιγαίου πελάγους όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Είδαμε ότι στην ανοικτή θάλασσα, καταλυτικό ρόλο παίζει το μέγιστο βεληνεκές του κατευθυνόμενου βλήματος και οι επιτυχείς διαδικασίες στοχοποίησης πέραν του ορίζοντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το EXOCET MM40 Block3 και το HARPOON, βλήματα κατεξοχήν σχεδιασμένα για την ανοικτή θάλασσα, έχουν σημαντικό πεονέκτημα.
Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση όπου το επιχειρησιακό περιβάλλον περιλαμβάνει συστάδες νησιών, όπως στο Αιγαίο, οι επιχειρησιακοί περιορισμοί στη χρήση των κατευθυνόμενων βλημάτων είναι σοβαροί. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, το παράκτιο περιβάλλον καθιστά δύσκολη ή και ανέφικτη τη χρησιμοποίηση τους κυρίως εναντίον μονάδων που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές. Σε αυτό το περιβάλλον δράσης, βλήματα όπως τα PENGUIN και τα EXOCET, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, επιδίωξη είναι ο κορεσμός των συστημάτων αντιβληματικής προστασίας των στόχων με την συγχρονισμένη εκτόξευση μεγαλύτερου αριθμού βλημάτων από αυτόν που μπορεί να αντιμετωπίσει μία μεμονωμένη μονάδα ή μία ναυτική δύναμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου